Jump to content
  • Welcome to our whiskyforum

    Dear Guest,

    On behalf of whiskyforum.gr and Hellenic Malt Whisky Society, we would like to thank you for visiting our forum. Feel free to navigate to our forum and enjoy content and topics. Always remember that our forum is free for all and if you share the same passion or you just want to be informed about whisky, you are more than welcome to join us!

    forum21.png

    Slainte!

Η ιστορία και η κουλτούρα του whisky στην Ελλάδα


Recommended Posts

Το topic έχει ιστορικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Το θεωρώ αρκετά ενδιαφέρον γιατί δεν υπάρχει σχετική και διαθέσιμη βιβλιογραφία. Κατόπιν τούτου, θεωρείται αυτονόητο ότι η συνδρομή των παλαιότερων στο χώρο, θα είναι αποφασιστικής σημασίας.

Η συζήτηση και η ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων, περιλαμβάνει θέματα όπως πότε εισήχθη το whisky στην Ελλάδα, πως διαφημίστηκε, σε ποιες περιόδους γνώρισε άνθηση και σε ποιες καθίζηση των πωλήσεων, ποιά θέση κατείχε στις ελληνικές οικογένειες, τα σπίτια και τις κοινωνικές ομάδες, ποια η παρουσία του στις κοινωνικές εκδηλώσεις, η θέση του ανάμεσα στα άλλα αποστάγματα και αλκοολούχα ποτά, ποιους κοινωνικούς συμβολισμούς απέκτησε και πολλά άλλα γεγονότα, παράγοντες και περιστατικά που επηρέασαν την πορεία του whisky στη χώρα μας, διαχρονικά.

Link to comment
Share on other sites

Γενικά νομίζω ότι το 2016 (και πιο πριν) δεν υπάρχουν και πολλά πράγματατα οποία να είναι "κρυμμένα".

Με αρκετά eur Μπορεί κάποιος να "κατεβάσει" το http://www.euromonitor.com/spirits-in-greece/report  και να βρει ότι πληροφορία θέλει από 1997 που θεωριτικά κρατούνται στοιχεία. Επίσης διαθέσιμα στοιχεία υπάρχουν και στο http://councilforeuropeanstudies.org/critcom/greek-whisky-the-localization-of-a-global-commodity/

στο βιβλίο που αναφέρεται. Είναι σημαντική και η διαφοροποίηση που υπάρχει στο πριν 1967 και μετά και στην εισαγωγή του whisky Μέσω του κινηματογράφου. Γενικά θα έλεγα ότι πιο παλιά το whisky ήταν κυρίως κάτι για τι πιο υψηλές οικονομικά τάξεις. Σημαντική παράμετρος είναι και η περίοδος που το whisky industry ξεκίνησε να εξάγει (αφού μέχρι και σχετικά πρόσφατα τα πιο πολλά αποστακτήρια ήταν illicit / παράνομα. Το πρώτο νόμιμο (με άδεια αποστακτήριο) ήταν το 1823 και δεν νομίζω ότι έκανε εξαγωγές στην Ελλάδα.

Εκτός από προσωπικές μαρτυρίες, μάλλον η έρευνα (εφόσον κάπιος ενδαφέρεται για ακαδημαϊκούς λόγους, όπως λες) θα πρέπει να περιοριστεί από το 1967 (και λίγο πιο πριν) και μετά. Ενδιαφέρουσα είναι και η πιο κάω συνέντευξη http://www.thewhiskymag.gr/interviews/tasos_evagelou

Ο Ευαγγέλου αναφέρεται στο whisky στην Ελλάδα αλλά μάλλον εννοεί ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα Αθήνα / Θεσαλλονίκη αφού στα Δωδεκάννησα η αγορά βρισκόταν σε ακμή λόγω ευνοϊκής φορολογίας πολλά χρόνια πριν.

Τώρα, για όλα όσα ρωτάς, μάλλον πρέπει να βάλεις και εσύ το χεράκι σου αφού για να αναλυθούν όλοι αυτοί οι παράμετροι που αναφέρεις (και που δεν έχουν αναλυθεί? μέχρι τώρα από κανέναν άλλο) χρειάζεται πολύ δουλειά και έρευνα και προσωπικά δεν διαθέτω τόσο και τέτοιο χρόνο.

Link to comment
Share on other sites

http://www.kathimerini.gr/879849/article/gastronomos/gastronomia/1937-oyiski-ston-8essaliko-kampo

 

ενα "σχετικό" άρθρο που τυχαία διάβαζα πριν απο μέρες, ελπίζω να μην είχα πάρει το λινκ απο κάποιον αλλο εδώ μεσα.

Link to comment
Share on other sites

Δε θα το πιστέψεις αλλά την ώρα που ανέβασες το συγκεκριμένο post, διάβαζα κατά τύχη το ίδιο άρθρο το οποίο είναι πρόσφατο (20-10-2016) και δεν το είχα διαβάσει πιο πριν. Από αυτό λοιπόν, σημειώνω τις πιο κάτω σημαντικές ιστορικές αναφορές:

1.-Φαίνεται πως το ουίσκι άρχισε να κυκλοφορεί στην Αθήνα μέσα στη δεκαετία του ’20.

2.-Ασφαλώς θα υπήρχε και ενωρίτερα στις κάβες των Ανακτόρων, του Ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρεταννίας, κάποιων πλουσίων κοσμοπολιτών, σε αγγλοσαξονικές πρεσβείες και ίσως σε επιφανή καταστήματα με «εδώδιμα και αποικιακά» του κέντρου των Αθηνών.

3.-Προς τα τέλη εκείνης της δεκαετίας πληθαίνουν οι αναφορές, κυρίως σε χρονογραφήματα, στο εκ Σκωτίας αλκοολούχο, που σαράντα χρόνια αργότερα θα έχει καταστεί «εθνικό των Ελλήνων ποτό», εκτοπίζοντας το ούζο από τα καφενεία και  το κονιάκ από τα μπαρ.

4.-Το 1932 κυκλοφορεί και το πρώτο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο που έχει στον τίτλο του το, τότε ακόμα, εξωτικό ποτό. Πρόκειται για μια συλλογή κοσμοπολίτικων διηγημάτων του Αγγελου Δόξα. Μάλιστα η λέξη παρουσιάζεται και με τις δύο της γραφές, δηλαδή «ουΐσκι» και «ουΐσκυ» αφού στο εξώφυλλο ο τίτλος είναι ΓΚΑΡΣΟΝ...... ΕΝΑ ΟΥΪΣΚΥ!! και στο εσώφυλλο της ίδιας έκδοσης ΓΚΑΡΣΟΝ!... ΕΝΑ ΟΥΪΣΚΙ. (..και για τους έχοντες λογοτεχνική φλέβα, το συγκεκριμένο διήγημα, είναι ένα χαρακτηριστικό πεζογραφικό έργο των αρχών της δεκαετίας του ’30, που εκφράζει το πνεύμα του «κοσμοπολιτισμού» και πλέον το βρίσκουμε μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

DMTK είναι αρκετά ενδιαφέρον το θέμα, μόνο που έτσι όπως το θέτεις δεν είναι κάτι που μπορεί να αναπτυχθεί στα πλαίσια του φόρουμ μας σε πλήρη έκταση. Θεωρώ οτι θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν και θέμα διπλωματικής εργασίας εξαμήνου, ενός τελειόφοιτου σε κάποιο σχετικό με το αντικείμενο τμήμα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Δεν το αποκλείω και να έχει ήδη γίνει, οπότε δεν μένει παρά να ανακαλυφθεί-διαπιστωθεί κάτι τέτοιο. Ειδάλλως, άν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά, θα πρέπει να ανατρέξει σε πηγές ΜΜΕ κάθε εποχής, εφημερίδες-περιοδικά γενικού και ειδικού τύπου, αριθμητικά και στατιστικά στοιχεία από τα αρμόδια Υπουργεία-Υπηρεσίες-Αρχές, τυχόν σχετικές αναφορές και αλληλογραφία από τις πρεσβείες Βρετανίας, Ιρλανδίας, ΗΠΑ, Καναδά, παρόμοιες εργασίες-μελέτες που έχουν γίνει από κάποιους (ιδιώτες, ιδρύματα, καθηγητές) για το ίδιο θέμα αλλά σε γενικότερο πλαίσιο κι όχι αποκλειστικά για το ουίσκυ, και last but not least που λένε, να έρθει σε επαφή με ανθρώπους που έζησαν από πρώτο χέρι την ιστορία, τουλάχιστον για τα τελευταία 30-40 χρόνια, κυρίως ανθρώπους που ασχολήθηκαν ή/και ασχολούνται ακόμη επαγγελματικά με το αντικείμενο, ιδιοκτήτες και στελέχη εισαγωγικών εταιρίών ποτών, επιχειρηματίες μεγάλων καταστημάτων λιανικής-εμπορίου, επιχειρηματίες νυχτερινών κέντρων διασκέδασης, ιδιοκτήτες μπαρ, μπάρμεν με γνώση και μακρόχρονη εμπειρία, όπως επίσης και τα αντίστοιχα πρόσωπα με 'γαλόνια' στον χώρο της διαφήμισης-προώθησης προϊόντων, 

Link to comment
Share on other sites

Celtic, το παράκανα λίγο ε;

Μάλλον επειδή το έψαχνα καιρό τώρα και δεν έβρισκα κάτι σχετικό.

Τουλάχιστον μπορούμε να προσθέτουμε στο topic, οποιαδήποτε πηγή (περιοδικό, βιβλίο, άρθρο σε site, εφημερίδα, εργασία κ.λ.π.) βρίσκουμε και είναι σχετική με την πορεία του αποστάγματος στη χώρα μας.

Κι αν δεν έχει γίνει θέμα διπλωματικής εργασίας, γιατί να μην αποτελέσει το whiskyforum.gr, πηγή και σημείο αναφοράς για τέτοιες εργασίες;

Link to comment
Share on other sites

Μάλλον εγώ το παράκανα...Έχεις δίκιο στο οτι μπορεί αυτό το topic να είναι μιας μορφής συζήτηση πάνω στο θέμα, με παράθεση διαφόρων στοιχείων, όπως άλλωστε έγινε ήδη.

Link to comment
Share on other sites

On 25/10/2016 at 5:05 PM, mallios said:

Επίσης διαθέσιμα στοιχεία υπάρχουν και στο http://councilforeuropeanstudies.org/critcom/greek-whisky-the-localization-of-a-global-commodity/

Το συγκεκριμένο βιβλίο, πρέπει να έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και ίσως είναι το μοναδικό με τέτοιο περιεχόμενο, αλλά πρώτον δεν υπάρχει στην Ελλάδα και δεύτερον η τιμή του, για αγορά από το εξωτερικό, είναι κάπως τσιμπημένη (80 ;;;). Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να το βρούμε με άλλο τρόπο.

Link to comment
Share on other sites

Ο Μιχαήλ Μητσάκης (1868-1916), σπουδαίος λογοτέχνης και αρθρογράφος, ήταν επίσης και εξαιρετικός χρονογράφος της εποχής του. Στο κείμενό του Η ζωή εις την Πρωτεύουσαν (Το Θέρος), αναφέρει ότι το 1887 οι γηραιότεροι είχαν ήδη αρχίσει να νοσταλγούν την εποχή της απελευθέρωσης, όταν η καλλιμέγαρη και θορυβώδης Σταδίου δεν ήταν παρά βαθύς γκρεμός και θολό ρέμα. Συγκινούνταν αναπολώντας τη θαυμάσια μονοτονία της πόλης, στην οποία τα ήθη και τα έθιμα εξακολουθούσαν να είναι «πατριαρχικά», απλά και αγνά.

Αλλωστε, «υπό βασιλέα φουστανελοφόρο και ηγεμονίδα φεσοφορούσα», σύμβολο πίστης και φιλοπατρίας θεωρείτο η εμμονή στα πάτρια, και οι τολμηροί εισαγόμενοι νεωτερισμοί είχαν εξασφαλισμένη εκ των προτέρων την αποτυχία. Οπότε, από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1880 ο κόσμος ευφραινόταν κυρίως με ρητινίτη (δηλαδή ρετσίνα) και, όπως επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές, αυτός έρρεε «ποταμηδόν».

Στην αυγή, όμως, της μπελ επόκ, είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι ο Ελληνας άλλαζε και μετατρεπόταν σε «άτεχνο μεν, αντίγραφο δε» του Ευρωπαίου. Για παράδειγμα, η μεσαία και η πιο select τάξη έπινε τσάι, όχι μόνο στις πέντε το απόγευμα, κατά το αγγλικό πρότυπο, αλλά και στα σουαρέ και στις χοροεσπερίδες της. Ταυτόχρονα, ο λαός συνήθισε να πίνει «ζύθον αντί του ρητινίτου του».

Σε άλλο κείμενό του, ο Μητσάκης περιγράφει φοιτητές που γιορτάζουν στο καφενείο της Δεξαμενής την επιτυχία τους στις εξετάσεις. Ξεκινούν, λοιπόν, παραγγέλνοντας καφέ και κανταΐφι, αλλά ξαφνικά ένας εξ αυτών ζητά από τον καφετζή να φέρει για όλους κάτι που ακουγόταν πιο σπέσιαλ, μάλλον και λίγο σκανταλιάρικο: Λεμονάδα με ρούμι! Τα ξενόφερτα ποτά, λοιπόν, δεν ήταν άγνωστα στην Ελλάδα του τέλους του 19ου αι. –μεταξύ αυτών και ο «καμπανίτης οίνος» (δηλαδή, η σαμπάνια)– ούτε ήταν εντελώς απρόσιτα για τα μεσαία βαλάντια. Η τάση, όμως, να πίνεις εισαγόμενα ποτά μόνον, ως κάτι το τόσο εξαιρετικό που καταντούσε ανοίκειο, διατηρήθηκε μέχρι και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αυτό το μεγάλο διάστημα οι συνήθειες έμειναν αμετάβλητες εξαιτίας και μιας «αρχιτεκτονικής» στασιμότητας: Οι πότες έπιναν σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία, ταβέρνες ή στα τελευταία εναπομείναντα καπηλειά.

Τα «μπαρ αμερικανικού τύπου» αρχίζουν να καταξιώνονται στην Αθήνα από τη δεκαετία του 1950 και μετά. Πρωτοεμφανίστηκαν μέσα σε ξενοδοχεία και χρειάστηκε άλλη μία δεκαετία σχεδόν για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους εκτός αυτών. Επιπλέον, στην αθηναϊκή νύχτα της δεκαετίας του ’60, με τις μπουάτ, τα μπαρ και τα κλαμπ της, ο κόσμος χόρευε μεν ευρωπαϊκά, αλλά έπινε βαλκανικά. Με εξαίρεση τους «δυτικόπληκτους», που πολύ εύκολα αποδέχθηκαν τη μόδα του βερμούτ (για να την εγκαταλείψουν, όμως, εξίσου ανέμελα), ο περισσότερος κόσμος, και κυρίως οι σταθεροί πότες, παρέμεναν πιστοί στο παραδοσιακό ελληνικό κονιάκ. Δηλαδή, στην ημεδαπή εκδοχή του μπράντι, του οποίου η καταγωγή κρατούσε από τον παρευξείνιο και τον παραδουνάβιο βορρά μας και διετίθετο ευρέως σε δύο υπερ-κατηγορίες: Το εμφιαλωμένο και το χύμα. Οσοι επέλεγαν την πρώτη περνούσαν αυτομάτως ένα είδος άτυπου, αλλά αυστηρού τεστ αγοραστικής δύναμης. Η κατάταξή τους καθοριζόταν από τους αστέρες της φιάλης που είχαν προτιμήσει. Για όσους έπιναν χύμα κονιάκ, δεν κινείτο βλέφαρο.

Ετσι, η περίοδος 1965-1975 θεωρείται η κρισιμότερη για τη διαμόρφωση των σημερινών προτιμήσεών μας στο ποτό. Τότε συμβαίνει το μεγάλο πέρασμα από το κονιάκ στο ουίσκι. Δηλαδή, η οριστική διεθνοποίηση του γούστου μας. Ο κύριος Γιάννης Αλαμπάνος, ο διασημότερος μπάρμαν της Αθήνας, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της αλλαγής, αρχικά στα μπαρ στα οποία εργαζόταν και από το 1972 στο δικό του, το περίφημο Galaxy, στη στοά της Σταδίου. Ο ίδιος πιστεύει ότι σπουδαίο ρόλο στη μετάβασή μας προς το ουίσκι έπαιξαν οι μπάρμαν. Ενδεικτικά, αναφέρει περιπτώσεις πελατών του οι οποίοι και σήμερα του εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους επειδή εκείνος τους πρότεινε να δοκιμάσουν κάτι καινούριο αντί του κονιάκ. Ομως, οι Ελληνες έκαναν και ιδιαίτερα στο σπίτι, άνευ διδασκάλου. Αρχικά, το ουίσκι χτύπησε την πόρτα μας με την ιδιότητα του «μπιμπελό». Μια φιάλη όφειλε να υπάρχει πάνω στον μπουφέ ως σύμβολο status –χωρίς να καταναλώνεται, καθότι είδος ακριβό λόγω φόρων πολυτελείας. Πολλοί λένε ότι η διακοσμητική φιάλη άρχισε να γίνεται χρηστική χάρη στη μόδα του κουμκάν. Οι κυρίες γύρω από την πράσινη τσόχα, πάνω στην έξαψη του παιχνιδιού, απαντούσαν όλες καταφατικά, με βλέμμα σπινθηροβόλο και ύφος συνωμοτικό, στην περίφημη ερώτηση «ουισκάκι;», την οποία έθετε κάποια στιγμή, επιτέλους, η οικοδέσποινα. Οπως κι αν συνέβησαν όμως τα πράγματα, το σημαντικό είναι ότι το πέρασμά μας στο ουίσκι υπήρξε τελεσίδικο.

Η τάση, όμως, να πίνεις εισαγόμενα ποτά μόνον, ως κάτι το τόσο εξαιρετικό που καταντούσε ανοίκειο, διατηρήθηκε μέχρι και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Ο εικαστικός καλλιτέχνης και συγγραφέας Τάκης Τζίφας, στο βιβλίο του Συνοδεία Εγχόρδων (εκδ. Ροδακιό, 2012), ένα εξαιρετικό χρονικό μαρτυρία γύρω από το ποτό, τη μουσική και τις μικρές καθημερινές μανίες στην Αθήνα τα τελευταία 50 χρόνια, αναφέρει για την «εποχή της μετάβασης»: «Κάποτε, πάνω από ένα μπουκάλι εκλεκτό ουίσκι, διερευνήσαμε μύθους και αλήθειες γύρω από τούτο το μυστήριο και εκμαυλιστικό ποτό, που τόσο λάτρεψαν οι Ελληνες, λες και το έπιναν και οι παππούδες τους». Και μια από τις απαντήσεις που δίνει στο γιατί το ουίσκι μάς κέρδισε είναι ότι «οι εκλεκτές μάρκες […] σου φέρονται με το γάντι, δηλαδή σε μεθούν με αβρότητα και σε ακουμπάνε μαλακά στο κατώφλι της επόμενης ημέρας, σαν μωρό στη βρεφοδόχο». Με άλλα λόγια, το ουίσκι κατατρόπωσε το κονιάκ, κτυπώντας το ακριβώς στην αχίλλειο πτέρνα του.

Μετά την καθολική επικυριαρχία του, το ουίσκι δεν απειλήθηκε ουσιαστικά από καμία νέα μόδα. Στη δεκαετία του ’80, για παράδειγμα, παρατηρείται μια αυξημένη συμπάθεια για τα διαφανή ποτά. Η βότκα, το τζιν και το ρούμι με την τεκίλα στη λευκή τους έκδοση γνωρίζουν στιγμές δόξας. Μεταξύ αυτών, η βότκα διαγράφει σαφώς σημαντικότερη πορεία. Αυτό οφειλόταν σε δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η διεθνής τάση «αποποινικοποίησής» της μετά την αισιοδοξία που έφερνε η περεστρόικα. Κάτι που ξεκίνησε από την Αμερική, η οποία αποφάσισε να προεορτάζει ένα επερχόμενο τέλος του ψυχρού πολέμου, μετά τις πρώτες μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ. Αυτό εξαπλώθηκε προοδευτικά παντού –κατά συνέπεια και στην Ελλάδα. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ξαφνικά ανακαλύψαμε ότι βότκα παράγουν και άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Σουηδία. Ετσι, ανακουφίστηκαν κάπως εκείνοι που ήθελαν να μετατοπιστούν προς αυτό το ποτό, αλλά δίσταζαν λόγω της ρετσινιάς που το βάραινε. Τότε που το να παραγγείλεις βότκα ισοδυναμούσε με μίνι πολιτικό ακτιβισμό και ηρωική αποκάλυψη φιλοσοβιετικών αισθημάτων.

Τη δεκαετία του 1990 τη σημάδεψαν τα malt whiskies. Χάρη σε αυτά ο Έλληνας ανακάλυψε ότι το ποτήρι με το ποτό του μπορούσε να είναι και μια τεράστια δεξαμενή γνώσεων, που του επέτρεπε να γίνεται ακόμα πιο ξερόλας. Ήταν η περίοδος όπου μαθαίναμε να αναγνωρίζουμε ανεπαίσθητες διαφορές γεύσεων και αρωμάτων, που μέχρι τότε βρίσκονταν εκτός του φάσματος της φαντασίας μας (για παράδειγμα, τη διαφορά της μυρωδιάς του ξύλου των βαρελιών του τάδε Σκοτσέζου παραγωγού από εκείνην του δείνα).

Με την ανατολή της νέας χιλιετίας, ήλθε ταυτόχρονα εκείνη των κοκτέιλ. Frozen margherita, mojito και caipirinha λειτουργούσαν τότε σαν μια συνεχής αναπαραγωγή ενθυμίων από τα ταξίδια μας στην Κούβα και τη Βραζιλία (επίσης σπουδαία μόδα), ενώ τα δεσποτικά κορίτσια του Sex and the City σύστησαν στις Ελληνίδες τον ύπουλο κόσμο του cosmopolitan. Στον αντίποδα της τάσης των κοκτέιλ, εμφανίστηκε εκείνη της επιστροφής στις ρίζες: Ρακόμελα, ψημένη και απλή ρακή (με ή χωρίς γλυκάνισο) έγιναν η σπουδαία εναλλακτική των εναλλακτικών.

Η δεκαετία που διανύουμε δεν έχει εκπέμψει ακόμη δικό της στίγμα, αν εξαιρέσουμε το ότι τα κοκτέιλ μοιάζουν να γίνονται όλο και πιο πηχτούτσικα (σχεδόν σαν αραιή φρουτόκρεμα), με αποτέλεσμα να καταπίνουν τα ίδια τη γεύση του αλκοόλ. Σήμερα, όμως, η κρίση μάς κάνει εντατικό φροντιστήριο για να μάθουμε ότι μπορούμε να διασκεδάζουμε με εκείνο που μπορούμε να πληρώσουμε. Χωρίς να χρειαστεί να ζητήσουμε δανεικά.

Αγαπημένοι φανατικοί του ουίσκι: Το ελληνικό θέατρο, πάντα πρόθυμο να αγκαλιάζει τις νέες μόδες, εμπιστεύτηκε εξαρχής το ουίσκι. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ένα dream casting που από την πρώτη στιγμή τού έδειξε αξιοθαύμαστη πίστη: Αλέξης Μινωτής, Αλέκος Αλεξανδράκης, Δημήτρης Χορν, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Τζένη Καρέζη.

Σπουδαία εξαίρεση: Ο Ορέστης Μακρής, ο ηθοποιός που έγινε ο πιο διάσημος «μεθύστακας» του ελληνικού κινηματογράφου και επαναλάμβανε για χρόνια το ρόλο σε επιθεωρήσεις, δεν έπινε σχεδόν ποτέ!

Άρθρο του Γιάννη Κωνσταντινίδη, με τίτλο ΤΟ «ΠΙΝΕΙΝ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 24.9.2013

http://homme.imerisia.gr/article.asp?catid=30724&subid=2&pubid=63831141

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δύο ακόμη ενδιαφέροντα αποσπάσματα από άρθρα, σχετικά με την κατανάλωση whisky στη χώρα μας, τις προηγούμενες δεκαετίες:

«Τη δεκαετία του ογδόντα, που το whisky μπήκε για τα καλά στη ζωή του Έλληνα και σχεδόν κάθε σπίτι είχε όχι μόνο ένα, αλλά κάμποσα whisky στην κάβα του. Πριν από αυτό, είχε αρχίσει να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του από τη δεκαετία του εβδομήντα, ή ακόμη και του εξήντα και μάλιστα στις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες της δεκαετίας του εξήντα όλοι πίνουν whisky. Παράδειγμα η ταινία Λόλα, που ο Νίκος Κούρκουλος με τη Τζένη Καρέζη, όπου βρεθούν και όπου σταθούν έχουν μπροστά τους μια μπουκάλα whisky και ευτυχώς στο τέλος που βρέθηκε ο Παντελής Ζερβός να καθαρίσει στη μονομαχία με το Διονύση Παπαγιαννόπουλο, γιατί με τόσο πιώμα δεν τον έβλεπα καλά τον Κούρκουλο.  Το ογδοντακάτι λοιπόν γίνεται το μπαμ με το whisky, το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε ένα σύμβολο κοινωνικού status και όλοι προσπαθούσαν να αγοράζουν και να πίνουν ακριβά whisky. To ούζο, το κρασί και το τσίπουρο πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, την δεκαετία του ενενήντα όμως το whisky γνώρισε μια κάμψη, μάλλον παροδική ωστόσο, αφού στο τέλος της συγκεκριμένης δεκαετίας ξεκινάει ο παροξυσμός, που θα διαρκέσει μέχρι το 2007 με 2008, μέσα βέβαια στο γενικό κλίμα που επικράτησε στη χώρα μας εκείνη την περίοδο. Αποκορύφωμα οι χρονιές 2004 και 2007, όπου οι πωλήσεις whisky κατέγραψαν εξωφρενικά νούμερα. Συγκεκριμένα, το 2007 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη χώρα παγκοσμίως σε κατά κεφαλήν δαπάνη για whisky, με μόνη χώρα ψηλότερα στον κατάλογο τη Σιγκαπούρη, ήταν δέκατη σε όλο τον κόσμο σε πωλήσεις, παραπάνω και από τη Σκωτία ακόμη, ενώ είχε μόνο 4 φορές λιγότερες πωλήσεις από τις ΗΠΑ, που όμως έχουν 31 φορές μεγαλύτερο πληθυσμό. Δηλαδή, απίστευτες επιδόσεις».

Από άρθρο του Κυριάκου Κοντογιώργη, με τίτλο: «Το ουίσκι στην Ελλάδα», 13 Μαρ 2016

(http://www.houseofwine.gr/how/club/Spirits_20160313/).

«Άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στην Πατησίων αλλά μακριά από το κέντρο». Έτσι καλωσόριζε η εφημερίδα «Μεσημβρινή» το 1958, το Au Revoir στον αθηναϊκό κόσμο. Το πρώτο μπαρ στην Αθήνα άνοιξε, για την ακρίβεια, το Δεκέμβρη του 1957 στον αριθμό 136, από τους αδελφούς, Θεόδωρο και Λύσανδρο Παπαθεοδώρου. Ο κ. Λύσανδρος, ο οποίος δουλεύει μέχρι σήμερα, μου εξηγεί πως πίσω από την ιδιαίτερη αισθητική του μαγαζιού, κρύβεται ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της εποχής, Αριστομένης Προβελέγγιος. Ο πάγκος και η επίπλωση του μπαρ από χυτό σκυρόδεμα μαζί με τα ψάθινα φωτιστικά κλέβουν από την αρχή τις εντυπώσεις. «Τη δεκαετία του ’60, ο κόσμος προτιμούσε το κονιάκ, κυρίως για οικονομικούς λόγους, ενώ ουίσκι έπιναν λίγοι».

Τα θρυλικά μπαρ της Αθήνας, 26/10/2015 (didee.gr)

 

Link to comment
Share on other sites

Ένα μικρό αφιέρωμα στο μπάρμαν Φώτη Κρικζώνη

Ξεκίνησε το 1946, σχεδόν 14 ετών φεύγοντας από ένα χωριό των Αγράφων και πέρασε από όλα τα στάδια του επαγγέλματος. Η ζωή του είναι ουσιαστικά η Αθηναϊκή ζωή των bars και night clubs.

Η διαδρομή του στην Αθήνα, στοιχειοθετεί και τη διαδρομή στην κουλτούρα των αθηναϊκών μπαρ. Στην αρχή το ουζοπωλείο-ουζοποτείο «Σαϊτάν», του κωνσταντινουπολίτη Σεϊτανόπουλου, στη γωνία των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Σωκράτους, κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, ύστερα μια μαθητεία ως μπάρμαν στην αμερικανική πρεσβεία, και μετά το περίφημο «17», από το 1958, στην οδό Βουκουρεστίου.

Ήδη από το 1956 τα καλά σπίτια ζήταγαν bartender για τα cocktail parties που εκείνο τον καιρό σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη ξεκίναγαν αργά το απόγευμα και τελείωναν αργά το βράδυ, μια συνήθεια που με τον καιρό περιορίστηκε σε πιο απογευματινές ώρες. «Είχα αρχίσει να διαβάζω περιοδικά από το εξωτερικό για διάσημα cocktails, ότι δεν καταλάβαινα μου τα μετέφραζαν φίλοι που γνώριζαν καλά Αγγλικά».

Το 1957-1958 ήταν χρονιά ορόσημο για την βραδινή ζωή της Αθήνας με το πρώτο «17», τον «Γαλαξία», το «Au revoir» και το «Ambassadeur» με μουσική, αργότερα ακολούθησε και ο «Λώρας» χωρίς μουσική. «Ήμασταν όλα καθαρά μπαρ με γνώση επί του αντικειμένου και σεβασμό στον πελάτη και αυτό εισπράττονταν από τον κόσμο που μας αγάπησε».

Η αρχική ονομασία του «17» ήταν «Αμφικτύων», μια ονομασία που αποδίδεται στις ειρηνικές συναντήσεις των Αμφικτυώνων στους Δελφούς για την επίλυση διάφορων θεμάτων και λειτουργούσε ως private club. Τότε δειλά δειλά μπορούσαν και οι γυναίκες να ξενυχτάνε, συνήθως ανδρικής συνοδείας, χωρίς προβλήματα.

Το μπαρ τότε γέμιζε από ξένους και Έλληνες ανταποκριτές και δημοσιογράφους, ιδίως από το 1962 με τα Ιουλιανά και μετά, για να καταγράψουν την πολιτική αναστάτωση που ζούσε η χώρα μας. Το «Αμφικτύων» ήταν δύσκολο να το προφέρουν όμως είχαν συγκρατήσει την οδό, Βουκουρεστίου 17. Έτσι, από «Αμφικτύων», το μπαρ έγινε γνωστό σε Ελλάδα και εξωτερικό ως «17».

Μια καλοκαιρινή νύχτα του ’62 η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν δυο μπουκάλια “Jack Daniel’s”. Τα κρατάει ο ίδιος ο Φρανκ Σινάτρα. Ο Φώτης χρέωνε τότε το ουίσκι 21 δραχμές. Ο Σινάτρα του έδινε 30, αλλά ζήτησε να πίνει από το δικό του, σε ποτήρι old fashioned. Έγιναν φίλοι. Την επόμενη φεύγει σε κρουαζιέρα και μόλις επιστρέφει, τον καλεί στο Ηρώδειο. Ο Κρικζώνης δεν πάει και ο Σινάτρα του στέλνει δώρο δώδεκα δίσκους του με προσωπική αφιέρωση.

Γρήγορα το «17» πήρε διαστάσεις ιστορικού, σχεδόν μυθικού χώρου, ένας τόπος συνεύρεσης της αθηναϊκής σκηνής με τον Καρτάλη, τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Γεροκωστόπουλο, τον Αχιλλέα Χαιρέτη, τον Δημήτρη Ρεδιάδη, τον Σπύρο Παπαληγούρα. Στο μπαρ «17», ο Γιάννης Μαρής, μοναχικός, σχεδόν αμίλητος, με τη βοήθεια του ουίσκι, έγραψε το περίφημο μυθιστόρημα «Το κορίτσι του 17», το οποίο έκανε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα θα αποσπούσε βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η Αθηναϊκή βραδινή ζωή περιλάμβανε κυρίως κόσμο που προέρχονταν από το εξωτερικό, bon viveurs με εισοδήματα και καλλιτέχνες. Δεν ήταν για όλους η βραδινή ζωή. «Τα μεγάλα ξενοδοχεία όπως το Grande Brettagne, King George και εστιατόρια, όπως ο Ζοναράς (Zonar’s) και ο Ορφανίδης αναγνώρισαν την προσπάθειά μας στέλνοντας πελάτες τους».

Λίγα χρόνια αργότερα ξεκίναγε η εποχή του cognac, το whisky δεν είχε γίνει ακόμα γνωστό στους πολλούς. Ο Φώτης Κρικζώνης συνδέθηκε με το πέρασμα της Αθήνας από το κονιάκ στο ουίσκι. Σήμερα το σκωτσέζικο ποτό καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες, έχει γίνει ένα είδος εθνικού οινοπνεύματος, αλλά τότε, στο βαθύ 1950, ήταν είδος άγνωστο και, οπωσδήποτε, όπου υπήρχε, δείγμα ενός εξωτικού κοσμοπολιτισμού.

«Ήταν η εποχή που ο Άγγελος Καπράλος έφερε το πρώτο whisky στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά ο Έλληνας γνώριζε το Johnie Walker. Συνέχισε το Cellar στην Κριεζώτου με τον Καρακώστα να εισάγει το VΑΤ 69, το Balantine’s και το Old Park. Μετά ήρθε το Haig και ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα». Το 1962 η Ελλάδα μέτραγε 32.000 κιβώτια whisky, μέσα σε μια δεκαετία οι εισαγωγές είχαν φτάσει στα 500.000 κιβώτια whisky. 

Στο νέο «17», που λειτουργεί εδώ και χρόνια στην οδό Αμερικής, ο Φώτης Κρικζώνης έχει κατορθώσει να δημιουργήσει έναν άλλο χώρο αθηναϊκής κοινωνικότητας, όπου κυριαρχούν οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί. Ο ίδιος εξακολουθεί να είναι πίσω από το μπαρ. Παραμένει μπάρμαν. Φτιάχνει κοκτέιλ με την ίδια μαεστρία όπως παλιά και ειδικεύεται στο ντράι μαρτίνι.

1.-Φώτης Κρικζώνης-Η ιστορία ενός Μπάρμαν (www.mathimatamageirikis.gr)

2.-Η αθηναϊκή ζωή μέσα από τις οινο-πνευματικές εμπειρίες ενός μπάρμαν (30/03/2008 www.tovima.gr)

Link to comment
Share on other sites

Όταν ο Λογοθετίδης κόντεψε να πνιγεί πίνοντας ουίσκι …

Τη δεκαετία του ’50 πολλές ελληνικές ταινίες γυρίζονταν στην Αίγυπτο στα κινηματογραφικά στούντιο του Καϊρου, που είχε ο επιχειρηματίας Σωτήρης Μήλας μαζί με τους αδελφούς Καλομοίρη, που διατηρούσαν και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Τον χειμώνα του 1952 παιζόταν στο θέατρο «Κεντρικόν» η κωμωδία των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Ένα βότσαλο στη λίμνη», με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Ο Σωτήρης Μήλας πρότεινε στον Σακελλάριο να κάνουν κινηματογραφική ταινία αυτή την τόσο πετυχημένη κωμωδία και μάλιστα να τη γυρίσουν στα υπερσύγχρονα στούντιο του Καϊρου.

Η φυσικότητα του Βασίλη Λογοθετίδη τους είχε αφήσει άφωνους. Μια φορά στη σκηνή που η Ελληνοαμερικανίδα –τον ρόλο τον έκανε η Ίλυα Λιβυκού –έδινε ένα ποτήρι ουίσκι στον Λογοθετίδη αυτός, που υποτίθεται δεν είχε ξαναπιεί ουίσκι το κοπανούσε μια και κάτω. Το ουίσκι όμως τον έπνιγε και του έφερνε τρομερό βήχα. Όταν λοιπόν έκαναν πρόβα τη σκηνή, ο Λογοθετίδης προσπάθησε να πείσει τον Σακελλάριο να μη βήξει με τον τρόπο που θα έβηχε στο κανονικό γύρισμα, γιατί ήταν πολύ κουραστικό. Και ήταν πράγματι τρομερά επίπονο.

Έβηχε, μελάνιαζε και του πεταγόντουσαν τα μάτια έξω. Οι ξένοι τεχνικοί όμως δεν είχαν ακούσει τη συνεννόηση, που έγινε στα ελληνικά κι έτσι όταν ο Λογοθετίδης άρχισε να βήχει στο γύρισμα, ξαφνιάστηκαν. Ένας μάλιστα, φώναξε δυνατά από τη θέση του : «Για τον Αλλάχ βρε παιδιά… Σταματήστε …Δε βλέπετε ότι ο άνθρωπος πνίγεται;» Χάλασε βέβαια η σκηνή κι ο Λογοθετίδης αναγκάστηκε να την ξαναγυρίσει χωρίς να διαμαρτυρηθεί γιατί όπως είπε μετά τέτοιο κομπλιμέντο για τη φυσικότητά του δεν του είχαν ξανακάνει.

Οι ατάκες: ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ (ΛΙΒΥΚΟΥ): Δύο ουισκάκια τώρα, είναι ό,τι πρέπει. Σας αρέσει το ουίσκι; ΜΑΝΩΛΗΣ: Ναι… Μάλιστα… υπάρχει βέβαια μια μερίς που αντιτίθεται, αλλά… θα συνέλθει, πού θα πάει; ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ: Τσίριο… ΜΑΝΩΛΗΣ: Μανώλη! ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ: Τσίριο… ΜΑΝΩΛΗΣ: Μανώλη! Από την Κρήτη, θα είναι αυτή… ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ: Τσιν – τσιν! Τσίριο… ΜΑΝΩΛΗΣ: Μανώλη! Πω πω… τι καούρα είναι αυτή; Στο Βεζούβιο βγαίνει αυτό το πράμα; 

  (www.dimokratianews.gr)

 

Link to comment
Share on other sites

Η δεκαετία του ΄60 ήταν μια ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά εποχή. Ο κόσμος δεν είχε αρκετά χρήματα, αλλά η διασκέδαση ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής. Η απελευθέρωση στη μόδα και τη μουσική έφερε νέο στυλ στη νυχτερινή ζωή. Στα τέλη της δεκαετίας, εμφανίστηκαν τα κλαμπ. Οι νέοι που σύχναζαν εκεί ήταν δεινοί χορευτές, αφού οι «κανόνες» της πίστας ήταν αυστηροί. Οι χοροί είχαν συγκεκριμένα βήματα και όταν κάποιος έκανε εντυπωσιακές φιγούρες, οι υπόλοιποι άδειαζαν την πίστα προς τιμήν του. Η εμφάνιση των κλαμπ δημιούργησε μια άτυπη κόντρα ανάμεσα σε μάγκες και φλώρους (που ονομάστηκαν «γιεγιέδες»). Οι πιο παραδοσιακοί είχαν συνηθίσει τα λαϊκά κέντρα διασκέδασης και θεωρούσαν τα κλαμπ «ξενέρωτα». Την εποχή εκείνη μπήκε στην ψυχαγωγία δυναμικά και το παρεξηγημένο, μέχρι τότε, μπουζούκι. Υπεύθυνοι γι’ αυτό ήταν οι συνθέτες Χατζιδάκις και Θεοδωράκης, οι οποίοι συνεργάστηκαν με τον Ζαμπέτα και τον Χιώτη και επέβαλαν τον ήχο τους στη νυχτερινή Αθήνα. Φυσικά, το κασέ των καλλιτεχνών δεν ήταν τότε τόσο υψηλό όσο στις μέρες μας. Τα μεγάλα ονόματα έπαιρναν μεγάλους μισθούς, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προκαλούσαν την κοινωνία με αστρονομικά νυχτοκάματα....

(Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/klampakia-vs-bouzoukia-flori-ke-magkes-tis-athinaikis-nichtas/)

Πριν από το 1965 η σημερινή συνήθεια της εξόδου μετά τα μεσάνυχτα «για ποτό» δεν ήταν διαδεδομένη. Αντίθετα, μεσουρανούσαν τα clubs, με την «Αθηναία» στην οδό Πανεπιστημίου και το «Στορκ» στη Φιλελλήνων να δίνουν τον τόνο της αθηναϊκής νύχτας. «Clubs» με φαγητό, χωρίς ζωντανή μουσική, αλλά με ζωντανή ορχήστρα.

(http://www.kathimerini.gr/842185/gallery/politismos)

Link to comment
Share on other sites

Από το άρθρο «Η Ελλάδα, όπως καθρεφτίζεται στον ελληνικό κινηματογράφο του ’50 και του ’60», 6/8/15 (ketivasilakou.blogspot.gr):

«Η Ελλάδα εν τω μεταξύ φτωχή, πάμφτωχη. Φαίνεται αυτό, όταν ο φακός μάς δείχνει τους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας. Χωματόδρομοι και λασπουριά, σπίτια χαμηλά, κακοσυντηρημένα, παιδιά και σκυλιά στις αλάνες. Ο φακός μπαίνει και μέσα στα σπίτια των καθημερινών ανθρώπων. Λίγα έπιπλα, άβολες καρέκλες, καμιά φορά το κρεβάτι είναι μέσα στο κύριο δωμάτιο. Η ρετσίνα είναι το αγαπημένο κρασί των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια. Επίσης το κοκκινέλι. Άλλα ποτά δεν φαίνεται να γνωρίζουν, αν και ακούμε πού και πού κάτι για ούζο. Το ουίσκι είναι ακόμα εξωτικό ποτό και μόνο για τους πλούσιους».

 

 

Link to comment
Share on other sites

Αφού το ξεκινήσαμε, νομίζω ότι είναι κρίμα να το αφήσουμε στη μέση.

Καταγράψαμε λοιπόν έως τώρα, κάποιες έστω και λίγες, αναφορές για την πορεία του whisky στη χώρα μας από τη δεκαετία του 20 και μετά.

Στο εξής θα παραθέσω κάποιες τελευταίες πηγές, αναφορικά με τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως για την κατανάλωση, τη διαφήμιση αλλά και τη σύγκριση του whisky με άλλα αλκοολούχα στη χώρα μας.

Το ουίσκυ κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο επί της συνολικής κατανάλωσης συγκριτικά με τα υπόλοιπα οινοπνευματώδη ποτά. Κάθε χρόνο καταναλώνονται περίπου 2,5 - 2,6 εκατομμύρια κιβώτια των εννέα λίτρων, ποσότητα που αντιπροσωπεύει περίπου το 40% της συνολικής κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Η μεγαλύτερη ετήσια κατανάλωση παρατηρήθηκε το 1995 όταν ύστερα από μια αύξηση της τάξης του 15% έφτασε στα 2,75 εκατομμύρια κιβώτια. Εκτοτε, αν και παρατηρήθηκε μια μικρή μείωση ιδίως κατά το 1996 και το 1997, το ουίσκυ ουσιαστικά δεν απώλεσε την εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των σημάτων που διακινούνται στην ελληνική αγορά είναι αρκετά έντονος. Στα ουίσκυ τύπου Scotch ξεχωρίζουν τα σήματα Johnnie Walker (UDV), Cutty Sark (Καρούλιας), DewarΥs (Bacardi Ελλάς), Famous Grouse (Maxxium Ελλάς) και BallantineΥs (Allied Domecq) καθώς επίσης και τα σήματα J & B (UDV) και GrantΥs (Αμβυξ). H κατανάλωση των ουίσκυ πολυτελείας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Πάντως και σ' αυτή την κατηγορία ξεχωρίζουν τα σήματα Chivas Regal (Seagram ΑΠΚΑ), Johnnie Walker Black Label (UDV), Dimple (UDV) και Glenfiddich. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι και η κατανάλωση των Jack Daniels (Καρούλιας) και Jameson, τα οποία ανήκουν σε άλλες κατηγορίες ουίσκυ.

(Σε φάση στασιμότητας η ελληνική αγορά οινοπνευματωδών ποτών, 25-2-2002 www.plant-management.gr)

Link to comment
Share on other sites

(Η εισβολή των πολυεθνικών και η άμυνα των Ελλήνων, 20/06/1999, www.tovima.gr)

Περισσότερα από 550 δισεκατομμύρια δραχμές «ήπιαμε» το 1998, ενώ για το 1999, τελευταία χρονιά του αιώνα μας, θα το... «γλεντήσουμε» ως έθνος και ως κράτος, αφού οι συνολικές πωλήσεις των βιομηχανιών που ασχολούνται με (οινοπνευματώδη ή μη) ποτά καθώς και των εταιρειών εισαγωγής ποτών αναμένεται να ξεπεράσουν τα 650 δισεκατομμύρια δραχμές!

Οι ίδιοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα ποτά αποφεύγουν να ομιλούν για «βιομηχανία» και προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο «ποτοποιία», που φαντάζει πιο οικείος στους καταναλωτές και πιο... ανθρώπινος, αφού το παραδοσιακό «ποτό», είτε είναι μπίρα είτε κρασί είτε το δημοφιλές... ουισκάκι, δεν έχει φήμη βιομηχανοποιημένου παραγώγου. Μόνο για τη διαφήμιση των οινοπνευματωδών που εισάγονται (ουίσκι, βότκα, ρούμι, τζιν, τεκίλα) οι εταιρείες εισαγωγής δαπανούν κάθε χρόνο περίπου 10 δισεκατομμύρια σε έξοδα διαφήμισης και προβολής!

Κάθε φιάλη ούζο επιβαρύνεται με ειδικό φόρο 430 δραχμών, ενώ αντίθετα κάθε φιάλη εισαγόμενο ουίσκι επιβαρύνεται με ειδικό φόρο 870 δραχμών, σχεδόν διπλάσιο. Η ευνοϊκή μεταχείριση στο... ελληνικό ουζάκι είναι αποτέλεσμα σκληρής μάχης που είχαν δώσει οι γάλλοι παραγωγοί για δικά τους οινοπνευματώδη, κυρίως το γαλλικό ρούμι, με αποτέλεσμα τα «εθνικά» ποτά να έχουν καλύτερη φορολογική μεταχείριση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από το must stock (που στη γλώσσα των ποτοποιών σημαίνει «αναντικατάστατο») ουίσκι. Απόρροια των ρυθμίσεων αυτών ο ανηλεής «πόλεμος» που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε εισαγωγείς και διακινητές ουίσκι από τη μια πλευρά (δηλαδή από παγκόσμιους κολοσσούς των ποτών και τους αντιπροσώπους τους) και από ντόπιους παραγωγούς, για ούζο στην Ελλάδα, ρούμι στη Γαλλία, σαμπούκα στην Ιταλία και πάει λέγοντας. Λόγω της κόντρας αυτής, απεχώρησε προ εβδομάδων η εταιρεία Λίζας και Λίζας από την Ένωση Επιχειρήσεων Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΕΟΠ). Η επιχείρηση θεώρησε ότι η ΕΕΟΠ ουσιαστικά προωθεί την εξίσωση της φορολογίας στο ούζο με αυτήν στο ουίσκι, με άμεσα αποτελέσματα την επιβάρυνση του ούζου κατά περίπου 400 δραχμές ανά φιάλη και τη μεγάλη συρρίκνωσή του στην αγορά. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η ιδιοκτήτρια της Λίζας, γαλλική Pernaud Ricard, εξαγόρασε πρόσφατα το ούζο ΕΠΟΜ της Μυτιλήνης ξοδεύοντας περίπου 6 δισεκατομμύρια, αλλά είναι η ίδια μέλος της Scotch Whiskey Association, αφού διακινεί και δικό της ουίσκι!

 

Link to comment
Share on other sites

(Οι Ελληνες προτιμούν τα «σκληρά» ποτά, 12.10.2002,  www.kathimerini.gr)

H συνηθισμένη έκφραση «να πιούμε κανένα κρασάκι, να τα πούμε λιγάκι» φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα εφόσον οι Ελληνες προτιμούν όλο και περισσότερο τα «σκληρά» ποτά, ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες. Η κατανάλωση ουίσκι στη χώρα μας, παρουσίασε θεαματική άνοδο της τάξης του 279% στη δεκαετία 1981-1991 και... συνεχίζει να ανεβαίνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1981 πωλούνταν 600.000 κιβώτια ουίσκι (κάθε κιβώτιο περιέχει 12 μπουκάλια) το 2001 πωλήθηκαν 2.586.000 κιβώτια σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Αποσταγμάτων και Οινοπνευματωδών ποτών (ΣΕΑΟΠ).

Πρώτο μεθύσι με μπίρα

«Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει αλλάξει και τις συνήθειές μας στο ποτό», λέει ο κ. Χρίστος Λουτζάκης γενικός γραμματέας του ΣΕΑΟΠ. Αλλωστε είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε κατανάλωση «σκληρών ποτών», πίνοντας 2,7 λίτρα, κυρίως ουίσκι και βότκα, το χρόνο ο καθένας. Αντίθετα η κατανάλωση οίνου μειώνεται όπως και η κατανάλωση του παραδοσιακού ελληνικού ούζου. «Εχουμε αύξηση της κατανάλωσης κυρίως στα σκληρά ποτά γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα καλό. Το κρασί είναι περισσότερο επικοινωνιακό ποτό, συνήθως τρώμε και μιλάμε πίνοντας ενώ το ουίσκι είναι μοναχικό ποτό», εξηγεί η κα Αγγελλική Τσαρούχη, διευθύντρια του συμβουλευτικού Κέντρου Διατροφής στο Σισμανόγλειο. Ανάμεσα στους έφηβους όμως η μπίρα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Φαίνεται μάλιστα πως συχνά είναι το ποτό που θα κάνουν το πρώτο τους μεθύσι. Οι Έλληνες ενήλικες πίνουν μπίρα αλλά πολύ λιγότερο από άλλους Ευρωπαίους μόλις 42 λίτρα ο καθένας το χρόνο.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, πρωταθλητές στην κατανάλωση μπίρας είναι οι Ιρλανδοί που κατά μέσον όρο πίνουν 150 λίτρα το χρόνο και ακολουθούν οι κάτοικοι του Λουξεμβούργου που τους αρκούν 111 λίτρα το χρόνο. Οι τελευταίοι φροντίζουν όμως να συμπληρώνουν τη «διαφορά» αφού καταναλώνουν και το περισσότερο κρασί στην E.E.,70 λίτρα το χρόνο. Άλλωστε κρατούν τα σκήπτρα των πιο «γερών ποτηριών» στην Ευρώπη αφού καταναλώνουν το 13,3% του αλκοόλ που διακινείται στην Ε.Ε. Οι Έλληνες αντίθετα βρίσκονται αρκετά χαμηλά στην κατανάλωση αλκοόλ σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τους αναλογούν μόνο το 9,1% της συνολικής κατανάλωσης αλκοόλ.

Κλασικοί... στο κρασί

Οι Γάλλοι όπως είναι αναμενόμενο προτιμούν το κρασί, αν και τα τελευταία χρόνια η κατανάλωση κρασιού στη χώρα παρουσιάζει μείωση. Πίνουν κατά μέσον όρο 58 λίτρα κρασί ο καθένας το χρόνο ενώ δεν μοιάζουν να νοιάζονται ιδιαίτερα για την μπίρα, αφού καταναλώνουν μόνο 39 λίτρα μπύρα. Καταναλώνουν όμως και 2,4 λίτρα σκληρού αλκοόλ το χρόνο ο καθένας κερδίζοντας έτσι την τρίτη θέση στην συνολική κατανάλωση αλκοόλ πίνοντας το 10,8% του συνολικού αλκοόλ που ρέει στην Ευρώπη. Ιδιαίτερη αγάπη στο κρασί έχουν και δύο άλλες οινοπαραγωγικές χώρες της Ε.Ε. η Πορτογαλία (53 λίτρα κρασί κατά άτομο το χρόνο) και η Ιταλία (52 λίτρα κρασί κατά άτομο το χρόνο).

Η Πορτογαλία είναι η δεύτερη σε κατανάλωση αλκοόλ το χρόνο αφού οι κάτοικοί της πίνουν το 11,2% του αλκοόλ της Ε.Ε. Η Ιταλία αντίθετα όχι μόνο έχει την μικρότερη κατανάλωση σε άλλα αλκοολούχα ποτά, μόνο 0,6 λίτρα κατά άτομο το χρόνο αλλά βρίσκεται και πολύ χαμηλά στην συνολική κατανάλωση αλκοόλ πίνοντας μόνο το 7,7% του συνολικού αλκοόλ στην Ε.Ε.

Αντίθετα από ό,τι θα φαινόταν λογικό, οι Ισπανοί προτιμούν κυρίως τα σκληρά ποτά αφού πίνουν 2,5 λίτρα ο καθένας το χρόνο ουίσκι, βότκα και άλλα ποτά, ενώ μόνο 36 λίτρα κρασί. Ενώ η κατανάλωση αλκοόλ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία παρουσιάζει σχετική μείωση σε άλλες όπως την Ιρλανδία, τη Δανία, το Λουξεμβούργο την Πορτογαλία και τη Βρετανία παρουσιάζεται αύξηση.

Σύμφωνα με έρευνα της Ε.Ε. όμως οι νέοι δοκιμάζουν την πρώτη τους γουλιά αλκοόλ στην αρχή της εφηβείας και πίνουν συστηματικά από την ηλικία των δεκαπέντε ετών. Το 50% των νέων δεκαπέντε χρόνων στην Ουαλία, το 43% στη Δανία, το 42% στην Ελλάδα και το 40% στην Αγγλία ανέφεραν σε σχετική έρευνα ότι καταναλώνουν συστηματικά μπίρα.

Τρία ποτήρια αλκοόλ την ημέρα

Η διευθύντρια του Συμβουλευτικού Κέντρου Διατροφής στο «Σισμανόγλειο» κ. Αγγελική Τσαρούχη, εξηγεί στην «K» ότι αν δεν συντρέχουν λόγοι υγείας, η πολιτική για το αλκοόλ πρέπει να είναι «πολιτική ορίων» και όχι απαγόρευσης.

«Προφανώς το αλκοόλ δεν πρέπει να καταναλώνεται από ανηλίκους. Οι ενήλικες μπορούν να πίνουν την ποσότητα που ονομάζουμε «λογική κατανάλωση» και η οποία συνίσταται σε τρία ποτήρια την ημέρα για τους άνδρες και σε δύο για τις γυναίκες. Δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε το αλκοόλ με απόλυτες απαγορεύσεις, αλλά με μέτρο.

Η «λογική ποσότητα»

Το αλκοόλ υπήρχε σε όλους τους πολιτισμούς. O Αρχίλοχος έλεγε το πρώτο ποτήρι το πίνω «εις υγείαν», το δεύτερο «στη φιλία», το τρίτο «στον έρωτα». Μετά περνάμε στην ύβρη, την αλαζονεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ομηρος η μόνη φορά που επικαλείται τη μέθη είναι στην περίπτωση του Κύκλωπα.

- Οταν λέτε τρία ποτήρια, εννοείτε κρασί ή ουίσκι;

- Ενα ποτήρι κρασί είναι ισοδύναμο με μισό μεγάλο ποτήρι μπίρα ή ένα ποτήρι ουίσκι. Οταν λέμε «ποτήρια», ουσιαστικά μιλάμε για μερίδες εστιατορίου, οπότε η μερίδα του κρασιού δεν είναι ίδια με τη μερίδα του ουίσκι.

- Αν πίνουμε τη «λογική ποσότητα» κάθε μέρα, υπάρχει πρόβλημα;

- Οχι. Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να πούμε δικαιούμαι 3 ποτήρια την ημέρα, άρα 21 ποτήρια την εβδομάδα και να πιούμε 21 ποτήρια σε ένα βράδυ.

Οταν πίνουμε αργά

- Είναι καλύτερα να πίνουμε αργά;

- Οταν πίνουμε αργά, δεν ανεβαίνει απότομα το επίπεδο του αλκοόλ στο αίμα. Πρέπει να ξέρουμε ότι όταν πίνουμε ένα ποτήρι αλκοόλ, για να μην υπάρχει αλκοόλ στο αίμα πρέπει να περάσει μία ώρα. Στα πέντε ποτήρια θα πρέπει να υπολογίσουμε πέντε ώρες για να μπορούμε να οδηγήσουμε με ασφάλεια. Επίσης είναι μύθος ότι το αλκοόλ δεν πειράζει, αν τρώμε πίνοντας. Απλώς όταν τρώμε, και ιδιαίτερα κάτι λιπαρό, μειώνεται η απορρόφηση και άρα μειώνεται η γρήγορη άνοδος του επιπέδου του αλκοόλ στο αίμα.

- Γιατί οι γυναίκες αντέχουν λιγότερο το αλκοόλ;

- Γιατί έχουν περισσότερο λιπώδη ιστό. Όμως η ανοχή στο αλκοόλ αλλάζει από άνθρωπο σε άνθρωπο και η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες τους οποίους δεν μπορεί κανείς να ξεπεράσει. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας.

Link to comment
Share on other sites

(Η αγορά των αλκοολούχων ποτών, 19/04/2004  www.skai.gr/news/finance/article)

Η γενικότερη οικονομική δυσπραγία δεν άφησε ανεπηρέαστο τον κλάδο των αλκοολούχων ποτών, που εδώ και αρκετά χρόνια κινείται με οριακές θετικές ή αρνητικές μεταβολές (της τάξης του 2-3%), όπως προκύπτει σύμφωνα με σχετική μελέτη της STAT BANK. Η άσχημη τουριστική χρονιά ήταν ένας από τους λόγους για την οριακή κάμψη πωλήσεων το 2003, καθώς η κατά κεφαλή κατανάλωση έχει, σύμφωνα με στοιχεία του World Drink Trends, παραμείνει στα 8 λίτρα, φέρνοντας έτσι την Ελλάδα στη 19η θέση της Ευρώπης. Τη χρονιά που πέρασε το πρόβλημα της νοθείας των ποτών φαίνεται ότι πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, κάνοντας τις εταιρίες να δυσανασχετούν για τη μείωση του τζίρου τους και το κράτος για τις απώλειες εσόδων από τους φόρους. Παράλληλα ακόμη ένα μέτωπο έχει ανοίξει ανάμεσα στους εισαγωγείς και τα μεγάλα σούπερ μάρκετ.

Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση των επιμέρους κατηγοριών, το ουίσκι, παρά το γεγονός ότι υποχώρησε ελαφρά, παραμένει πρώτο στις προτιμήσεις των καταναλωτών, ενώ την ίδια στιγμή σημειώνεται μικρή αύξηση στην κατανάλωση των λευκών ποτών (βότκα, τζιν κ.ά.).

Aνεπαίσθητες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι αλλαγές που εμφανίζονται στην επιτόπια κατανάλωση αλκοολούχων ποτών τη διετία 2002-2003. Με τον όρο «επιτόπια κατανάλωση» εννοείται η κατανάλωση που πραγματοποιείται σε καταστήματα όπου προσφέρεται αλκοόλ, όπως είναι τα νυχτερινά κέντρα και οι καφετέριες. Υπολογίζεται ότι σε αυτή την αγορά πραγματοποιείται περίπου το 75% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, ενώ το υπόλοιπο 25% προωθείται μέσω των σούπερ μάρκετ.

Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας της εταιρείας Μarket Analysis η επιτόπια κατανάλωση για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2003 σε όλη την Ελλάδα παραμένει σε ανάλογα επίπεδα με εκείνη της αντίστοιχης περιόδου του 2002. Συγκεκριμένα τα πρωτεία εξακολουθεί να έχει το ουίσκυ, το οποίο στα καταστήματα σημειώνει κατανάλωση της τάξεως του 28,3%. Ακολουθούν οι εισαγόμενες μπύρες με ποσοστό 18,7%, ενώ μια θέση πιο κάτω βρίσκεται η κατανάλωση των RTD με 17,5% (η κατηγορία αυτή ωστόσο σε αξία υπολείπεται σημαντικά των υπόλοιπων). Επόμενη στην κατάταξη είναι η βότκα με 13,3% και αμέσως μετά έρχονται τα λικέρ με 9,2%. Τα χαμηλότερα ποσοστά κατανάλωσης έχουν το τζιν με 4,4%, η τεκίλα με 4,3% και το ρούμι με 4,2%.

Η κατανάλωση ουίσκι στα καταστήματα ανήλθε το πρώτο οκτάμηνο του 2003 σε 4.592 χιλιάδες λίτρα από 4.662 χιλιάδες λίτρα την ίδια περίοδο του 2002, σημειώνοντας κάμψη 1,5%. Οριακή πτώση (0,3%) κατέγραψαν και οι εισαγόμενες μπύρες, των οποίων η κατανάλωση από 3.054 χιλιάδες λίτρα έφτασε τη συγκεκριμένη περίοδο του 2003 σε 3.044 χιλιάδες λίτρα.

Τα στοιχεία της Market Analysis δείχνουν ακόμη ότι το ουίσκυ σημειώνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση, 62,1% στα νυχτερινά κέντρα με ζωντανή μουσική, η βότκα προτιμάται κυρίως από τους θαμώνες των κλαμπ, οι οποίοι την καταναλώνουν σε ποσοστό 19,4%, ενώ τα RTD και οι εισαγόμενες μπύρες βρίσκουν τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στα καφέ μπαρ, όπου καταγράφεται κατανάλωση 26% και 25,1%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η κατηγορία καταστημάτων είναι η μόνη στην οποία το ουίσκυ δεν έχει το μεγαλύτερο ποσοστό κατανάλωσης, αλλά έρχεται τρίτο στη σειρά με κατανάλωση 20,9% μετά τα RTD και τις εισαγόμενες μπύρες. Σε επίπεδο σημάτων τα πέντε κορυφαία σε πωλήσεις στο σύνολο των καταστημάτων επιτόπιας κατανάλωσης, όπως έχουν καταγραφεί στην έρευνα, είναι τα ακόλουθα: Στην κατηγορία των ουίσκυ το Johnnie Walker Red Label, το Dewars, το Famous Grouse, το Haig και το Cutty Sark.

Η διαφήμιση και το αλκοόλ: Τα αλκοολούχα ποτά αποτελούν τη δεύτερη μετά τα τσιγάρα «ευαίσθητη» διαφημιστικά κατηγορία προϊόντων. Οι αυστηροί περιορισμοί που επιβλήθηκαν μέσα στο 2003 στις διαφημίσεις των προϊόντων καπνού έχουν ανακινήσει τη συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί μια, ίσως όχι τόσο αυστηρή αλλά ανάλογη, διαφημιστική πολιτική και στα ποτά. Όμως αυτό το ενδεχόμενο δε θεωρείται πολύ πιθανό από τους κύκλους της αγοράς οινοπνευματωδών ποτών, καθώς θεωρούν πως η διαφημιστική αυτορρύθμιση που υφίσταται στην αγορά καλύπτει επαρκώς θέματα προστασίας των καταναλωτών, κυρίως ανήλικων και νέων.
Τα τελευταία χρόνια τόσο στην ελληνική όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές έχει συναφθεί ένας άτυπος διαφημιστικός κώδικας ανάμεσα στους κύριους παίχτες, ο οποίος δείχνει ότι λειτουργεί αποτελεσματικά. Κανόνες όπως η μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων μετά τις επτά το απόγευμα, η προβολή των προϊόντων από ανθρώπους όχι κάτω των 25 ετών και η αποφυγή παροτρύνσεων προς τους καταναλωτές να καταναλώσουν αλκοόλ φαίνεται ότι βρίσκουν εφαρμογή από τις εταιρίες. Η Ένωση Επιχειρήσεων Οινοπνευματωδών Ποτών προωθεί εδώ στην Ελλάδα συστηματικά αυτές τις αυτοδεσμεύσεις και το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε συζητήσεις με το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας προκειμένου αυτές να τεθούν σε ένα πιο οργανωμένο πλαίσιο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από το Μάιο του 2002 έχει αρχίσει να συμπεριλαμβάνεται στα διαφημιστικά μηνύματα το σλόγκαν «Απολαύστε Υπεύθυνα» σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν οι Έλληνες για τους κινδύνους από την κατανάλωση αλκοόλ.
Γενικά, ο κλάδος των οινοπνευματωδών ποτών αποτελεί έναν από τους «δημοφιλέστερους» για την αγορά της διαφήμισης. Μεγάλα ποσά δαπανώνται ετησίως για την προώθηση των ποτών κυρίως μέσα από την τηλεόραση, η οποία απορροφά το μεγαλύτερο όγκο διαφημιστικών κονδυλίων. Συνολικά για την προβολή αλκοολούχων ποτών κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2003 ξοδεύτηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Μedia Services, 41.636.133 ευρώ έναντι 41.641.650 ευρώ για το αντίστοιχο διάστημα του 2002. Η διατήρηση των διαφημιστικών στα ίδια επίπεδα είναι μια ακόμα ένδειξη της στασιμότητας που παρατηρήθηκε γενικότερα στην αγορά των οινοπνευματωδών ποτών τη χρονιά που πέρασε. Από αυτό το ποσό το 63,5% κατευθύνθηκε στην τηλεόραση, το 5,7% στο ραδιόφωνο, το 29,7% στα περιοδικά και μόλις 1% στις εφημερίδες.

Η πιο πολυδιαφημιζόμενη κατηγορία ποτού ήταν του ουίσκυ με ποσοστό 34,8% επί του συνόλου των διαφημιστικών κονδυλίων και έπεται η κατηγορία των απεριτίφ (στην οποία συμπεριλαμβάνονται, το ρούμι, η τεκίλα και τα RTD) με 19,5%, οι μπύρες με 15,4%, η βότκα με 12%. Πολύ περιορισμένος διαφημιστικός προϋπολογισμός αντίθετα αφιερώθηκε στα κρασιά (3%), στα μπράντι (1,7%), στα τζιν (3,9%), στα λικέρ (3,5%) και στο ούζο (4,4%).
Από τις διαφημιστικά πιο αξιοσημείωτες περιπτώσεις ποτών είναι αυτή της σαμπάνιας Cair, για την οποία το δεκάμηνο του 2003 ο διαφημιστικός προϋπολογισμός αυξήθηκε από το 16% που κατείχε στην κατηγορία της στο 35%. Σημαντική αύξηση καταγράφηκε και στα κονδύλια που διατέθηκαν από την Diageo για την βότκα Smirnoff (από ποσοστό 6,3% που είχε στην κατηγορία της έφτασε στο 14,5%) και για το Johnnie Walker (από 8,8% στο 16,2%), από την Καρούλιας για το Southern Comfort (από 22,7% στο 37,5%) και το ούζο Πλωμαρίου (από 36% στο 60%) και από την Αμβυξ για το Ούζο 12 (από 29,5% στο 39%). Αντίθετα πτωτικά κινήθηκαν τα διαφημιστικά κονδύλια για τη βότκα Absolut της Αμβυξ (από ποσοστό 33,5% που είχε στην κατηγορία της έπεσε στο 22,4%), για το Βallantines της Αllied Domecq (από 9,2% στο 4,2%), για το Dewars της Bacardi Hellas (από 13,8% στο 8,6%) και για το Baileys της Diageo (από 14,7% σε 7,6%).

Link to comment
Share on other sites

Στο προηγούμενο post αναφερθήκαμε στη διαφήμιση του whisky στη χώρα μας.

Παραθέτω λοιπόν και κάποιες παλιές διαφημίσεις Whisky

Προσωπικά, δεν θυμάμαι καμία!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Διαβάστε κάτι που όλοι γνωρίζαμε, αλλά κανείς δεν είχε δώσει σημασία:

Η ταινία «Ο γόης», γυρίστηκε από την Finos Film το 1969. Το σενάριό της ήταν βασισμένο στο θεατρικό έργο του Αλέκου Σακελλάριου, με τίτλο «Γαμπροί από το παράθυρο» και γυρίστηκε σε σενάριο-σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.

Ο Μπάμπης (Κώστας Βουτσάς) και ο Αρίστος (Χρόνης Εξαρχάκος) είναι δύο φτωχαδάκια που γνωρίζουν δύο νόστιμες και πλούσιες αδελφές, την Έλλη και τη Λίζα. Η γνωριμία τους γίνεται...εν αγνοία των κοριτσιών, όταν τα δύο αγόρια εισέρχονται μια νύχτα στο σπίτι τους τυχαία, θέλοντας να γλυτώσουν από τον αστυνομικό που τους κυνηγάει επειδή χάλασαν την τσόχα σε ένα μπιλιαρδάδικο όπου παίρναγαν την ώρα τους. Βλέποντάς τις γοητεύονται και σκέφτονται τρόπους ώστε να τις γνωρίσουν... κανονικά και να τις εντυπωσιάσουν. Έτσι, σκαρφίζονται την ύπαρξη ενός εκατομμυριούχου θείου στην Αμερική και βρίσκουν τρόπους ώστε να παίρνουν γράμματα και τηλεγραφήματα εκ μέρους του.

Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 1969-1970, έκοψε 356.864 εισιτήρια και βρέθηκε από πλευράς εισπράξεων στην 12η θέση ανάμεσα στις 99 ταινίες της σεζόν εκείνης.

Η ταινία έχει μείνει στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ως μια από τις ταινίες που έδωσαν μια από τις πλέον δημοφιλείς ατάκες, το «Κάααατίνα, σαλαμάκι», που έλεγε ο Βουτσάς στην Έλζα Ρίζου, που υποδύονταν την υπηρέτρια. Το οποίο μάλιστα ήθελε να το συνδυάζει με...ουίσκι!!!              (www.gazzetta.gr)

Τι;  Κάτι μου θυμίζει αυτό…

Whisky και σαλάμι;

Α ναι, το πρότεινα στο topic «ελληνική κουζίνα και malt whisky»

Πολύ μπροστά ο Κώστας Βουτσάς τελικά!!!

και για επιβεβαίωση, η σχετική σκηνή: https://www.youtube.com/watch?v=2JhvzoglvwA

Link to comment
Share on other sites

Στην ελληνική ταινία «Το κλωτσοσκούφι» (1960), με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, διαδραματίζεται η εξής σκηνή:

Αλεξανδράκης: «Δεν πίνουμε λίγο ουισκάκι; Σας αρέσει το ουίσκι;»

Βουγιουκλάκη: «Μου ‘χουνε πει ότι μυρίζει κορέους.»

Αλεξανδράκης: «Διαδόσεις!»

(movies.matia.gr)

Link to comment
Share on other sites

Σε μια άλλη ελληνική ταινία, το έργο «Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη» (1968), του Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο των Τσιφόρου-Βασιλειάδη, διαδραματίζεται η εξής σκηνή όταν ο Αθηνόδωρος Προύσαλης ως ιδιοκτήτης μπουζουξίδικου («κατάστημα το Παλουκάκι») πηγαίνει να εισπράξει το λογαριασμό («τη λυπημένη θλίψη») από την Κατερίνα Γιουλάκη:

Προύσαλης : Ε, καλά, ψέματα λέμε; Με το που μπουκάρισε μου λέει: «Γουστάρω τραπέζι κεντρικό». Κι έπειτα λέει: «Τσάκω ένα μπουκάλι ουίσκι!». «Τι μάρκα;» Της κάνω. «Το Γιάννη που πορπατάει!» μου λεει.

Γαβριηλίδης: Johnie Walker!

Προύσαλης: Εγώ δεν ήρθα εδώ για φροντιστήριο! Ήρθα να πλερωθώ!

Γιουλάκη: Λοιπόν;

Προύσαλης: Λοιπόν, «Δεν έχεις κανένα αλμυρό ρε μισόμαγκα;» μου κάνει. Ωραίες κουβέντες!

Γιουλάκη: Μαμά ζαλίζομαι. Θα πέσω!

Προύσαλης: Που ΄σαι; Δε με ξοφλάς και να πέσεις μετά;

(gnomikologos.blogspot.gr)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου στις οποίες εμφανίζονται whisky:

Στην ταινία «Οι αδίστακτοι» (1965), ο Κούρκουλος πίνει VAT69

Στην ταινια «Ο θαυματοποιος» (1969) πίνουν Johnnie Walker

Στην ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια» (1969), γίνεται επίσης απροκάλυπτη διαφήμιση του ουίσκι Johnny Walker σε αρκετές σκηνές.

Στη ταινία «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» (1970) ο Κώστας Βουτσάς καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες σε όλη την ταινία να μη φανεί από τί μπουκάλι ουίσκι πίνει.

Στην ταινία «Αχ και να 'μουν άντρας» (1966) φαίνεται το μπουκάλι με το ουίσκι VAT69 στο σαλόνι του σπιτιού του Μπελαλή (Διονύσης Παπαγιανόπουλος) την ώρα που η γυναικά του (Νανά Σκιαδά) βάζει λουλούδια στα βάζα.

Στην ταινία «στη θύελλα του πάθους» (1964) η Κάκια Παναγιωτου παραγγέλλει ένα μπουκάλι Johnnie Walker.

Στην ταινία «μικροί και μεγάλοι εν δρασει» (1963) ο Βασίλης Αυλωνίτης αφού ρίξει λίγο ουίσκι στο πατάρι της Μαίρης Αρωνη, γυρίζει το μπουκάλι για να φανεί η γνωστή πια μάρκα "VAT 69".

Στην ταινία «Θου Βου φαλακρός πράκτωρ» (1969) στο μπαρ που εργάστηκε ο Θανάσης Βέγγος φαίνονται πολλά μπουκάλια με ουίσκι, ξεχωρίζουν φυσικά αυτά της μάρκας VAT69.

Στην ταινία «δυο τρελοί και ο ατσίδας» (1970),  βλέπουμε ένα μπουκάλι J&B.

Στην ταινία «δουλικό αμέσου δράσεως» (1972) βλέπουμε το ουίσκι Johnnie Walker.

Στην ταινία «εθελοντής στον ερώτα» (1971), στη μπουτίκ της Μιρκας (Έλενα Ναθαναήλ) η Μιρκα λέει τις παρακάτω μάρκες ουίσκι για να της πει ο Κώστας Βουτσάς ποια προτιμά:
Johnnie Walker, J&B , White Label ,Ballantine's .Τελικά διαλέγει τη μάρκα με "το αλογάκι".

Στην ταινία «το αφεντικό μου ήταν κορόιδο» (1969) βλέπουμε διαφορές μάρκες ουίσκι αλλά ξεχωρίζει το Johnnie Walker.   (www.retromaniax.gr)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Κάποιες ακόμη:

Στην ταινία «Γιακουμης μια ρωμέικη καρδία» (1970) φαίνεται το Johnnie Walker.

Στην ταινία «Ζούσα μονάχος χωρίς αγάπη»(1971),  φαίνεται το ουίσκι Johnnie Walker.

Στην ταινία «Αριστοτέλης ο επιπόλαιος» (1970) ο Νίκος Σταυρίδης πίνει ουίσκι J&B.

Στην ταινία «γάμος αλά ελληνικά» (1964) βλέπουμε την Ξενία Καλογερόπουλου να ψωνίζει το γνωστό ουίσκι VAT69.

Στην ταινία «φτωχός αλλά τίμιος» (1965) η Λιλιαν Μηνιατη προτείνει στον Κώστα Καρρά να πάρουν ουίσκι Johnnie Walker.

Στην ταινία «Λάθος στον ερώτα» (1961) ο Λαμπρός Κωνσταντάρας παραγγέλλει 3 White Label.

Στην ταινία «Σκάνδαλα στο νησί του ερώτα» (1963) φαίνονται δυο μπουκάλια με ουίσκι Johnnie Walker και White Horse.

Στην ταινία «το μυστικό του κόκκινου μανδύα» (1960) εμφανίζεται το τεράστιο μπουκάλι του VAT69 ως πορτατίφ!   (www.retromaniax.gr)

 

Συμπεράσματα:

1.-Όλες οι ελληνικές ταινίες έχουν γυριστεί από το 1960 έως το 1972

2.-Εμφανίζονται τα ουίσκι VAT69, Johnnie Walker, White Horse, J&B, White Label, Ballantine's, με τα VAT69 και Johnnie Walker, να έχουν τη τιμητική τους.

3.-Αν αναλογιστεί κανείς, την ισχυρή διαφημιστική επίδραση που είχε την εποχή εκείνη ο ελληνικός κινηματογράφος, γίνεται εύκολα αντιληπτή η αλματώδης αύξηση της δημοτικότητας του whisky στη χώρα μας, όπως επίσης και γιατί η χρονική περίοδος 1965-1975 θεωρείται ως η κρισιμότερη για τη διαμόρφωση των σημερινών προτιμήσεών μας στο ποτό, αφού τότε συμβαίνει το μεγάλο πέρασμα από το κονιάκ στο ουίσκι.

 

Link to comment
Share on other sites

Create an account or sign in to comment

You need to be a member in order to leave a comment

Create an account

Sign up for a new account in our community. It's easy!

Register a new account

Sign in

Already have an account? Sign in here.

Sign In Now
×
×
  • Create New...